βουτάς

βουτάς

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βουτάς" в других словарях:

  • βούτας — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 61 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελεκάνου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 247 κάτ.) στην πρώην …   Dictionary of Greek

  • Βούτας — Βούτᾱς , Βούτης herdsman masc acc pl Βούτᾱς , Βούτης herdsman masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούτας — βούτᾱς , βούτης herdsman masc acc pl (doric) βούτᾱς , βούτης herdsman masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • БУТ —    • Butes,          Βούτης, также Βούτας,        1. сын Борея, фракиец; изгнанный своим старшим братом Ликургом, он поселился на острове Стронгил. При одной погоне за женщинами он в Фессалии, на празднике в честь Дионисия, захватил одну из… …   Реальный словарь классических древностей

  • βούτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αθηναίος ήρωας, αδελφός του Ερεχθέα, μέλος της Αργοναυτικής εκστρατείας. Νυμφεύτηκε την ανιψιά του Χθονία, κόρη του Ερεχθέα, και έγινε γενάρχης των Βουταδών. 2. Αργοναύτης. Όταν η Αργώ περνούσε μπροστά στις Σειρήνες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»